άπλερος — η, ο 1. ο ασχημάτιστος, ο πολύ μικρός («άπλερο πουλάκι») 2. ο ατροφικός … Dictionary of Greek
άπλερος — η, ο αμέστωτος, τρυφερός: Το παιδί της ήταν ακόμη λεχούδι άπλερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)